Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ия η αιγυπτιολογία

См. также в других словарях:

  • αιγυπτιολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη του αρχαίου αιγυπτιακού πολιτισμού. Στις αρχές της Αναγέννησης, οι γνώσεις για τον αιγυπτιακό πολιτισμό προέρχονταν αποκλειστικά σχεδόν από τα έργα των Ελλήνων κλασικών Ηρόδοτου, Διόδωρου Σικελιώτη, Στράβωνα …   Dictionary of Greek

  • αιγυπτιολογικός — ή, ό [αιγυπτιολογία] ο σχετικός με την αιγυπτιολογία …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • αιγυπτιολόγος — ο, η ο ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με την αιγυπτιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αιγύπτιος + λόγος < λέγω, πρβλ. γαλλ. egyptologue] …   Dictionary of Greek

  • Γιανγκ, Τόμας — (Thomas Young, Μίλβερτον 1773 – Λονδίνο 1829). Άγγλος φυσικός, γιατρός και αιγυπτιολόγος. Ο Γ. ήταν προικισμένος με εξαιρετικές ικανότητες και υπήρξε παιδί θαύμα. Σε ηλικία δύο ετών άρχισε να διαβάζει και στα τέσσερα μπορούσε με άνεση να… …   Dictionary of Greek

  • Νερούτσος, Τάσος — (Αθήνα 1826 – Αλεξάνδρεια 1892). Αρχαιολόγος και γιατρός. Σπούδασε φιλολογία και ιατρική στο Μόναχο με υποτροφία του Λουδοβίκου της Βαυαρίας, πατέρα του Όθωνα. Το 1851 εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου παράλληλα με την άσκηση της ιατρικής,… …   Dictionary of Greek

  • ειδικεύω — ειδίκευσα, ειδικεύτηκα, ειδικευμένος, μτβ. 1. περιορίζω κάτι σε μία μόνο περίπτωση, το μερικεύω: Ειδικεύω την ερώτησή μου. 2. κάνω κάτι ή κάποιον ειδικό σε ορισμένο κλάδο, κατάλληλο για ορισμένη χρήση ή σκοπό: Ειδικεύει τους φοιτητές στην… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ειδικότητα — η 1. η ιδιότητα του ειδικού (βλ. λ.), η αποκλειστική ικανότητα και ειδίκευση σε κάποιον κλάδο επιστήμης ή τέχνης. 2. αυτός που έχει την ειδικότητα, ο ίδιος ο ειδικός σε κάτι: Έχει ειδικότητα στην αιγυπτιολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»